Ποια πόλη, ποια πατρίδα δεν θα ήταν έτσι περήφανη, εάν είχε γεννήσει ένα τόσο σπουδαίο άνθρωπο, ένα τόσο μεγάλο ποιητή, όπως τον Γιάννη Ρίτσο. Η Μονεμβασιά που τόσο αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε από τον Ρίτσο, τον τιμά, ως ελάχιστο χρέος, κάθε χρόνο με εκδηλώσεις με γνώμονα την ποιότητα και με στόχο να αναδειχτεί η πολύπλευρη προσωπικότητα του ποιητή και να μυηθεί κυρίως η νέα γενιά στα βαθιά πανανθρώπινα μηνύματα από τη ζωή και το έργο του.

«Να με θυμόσαστε – είπε
χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρίς ψωμί , χωρίς νερό,
πάνω σε πέτρες κι αγκάθια
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα…
να με θυμόσαστε».

O Γιάννης Ρίτσος κατόρθωσε, μέσα από το ταλέντο και την τέχνη, να δώσει υψηλά δημιουργήματα και να εμπλουτίσει την ποίηση με διαχρονικές αξίες και ιδανικά. Όρθιος, ως πνευματικός καπετάνιος, πάνω στο πέτρινο καράβι του βράχου της Μονεμβασιάς, όπως άλλωστε ο ίδιος είχε πει όταν του γιόρταζαν τα εβδομηκοστά πέμπτα γενέθλιά του στην πλατεία της Χρυσαφίτισσας, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο με αναπεπταμένη τη σημαία της ειρήνης. Ταξίδεψε «σε λιμένας πρωτοϊδωμένους» με διαβατήριο το έργο του διασαλπίζοντας σε όλους τους λαούς τα πανανθρώπινα κοινωνικά ιδεώδη της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά πάνω από όλα την παγκόσμια ειρήνη και την ανάγκη συμφιλίωσης των λαών. Βαθιά οικουμενικός, αλλά και βαθιά ελληνοπρεπής έντυσε τους ανθρώπους, τα τοπία και τα σύμβολα της ποίησής του με την ελληνική ομορφιά, έτσι όπως διαγράφεται στην ιστορική πορεία από τα χρόνια του Ομήρου ως τις ημέρες μας.

Η ποίηση με τη γραφίδα του Ρίτσου είναι ένα εξαίρετο καλλιτεχνικό μέσο αφιερωμένο στην υπηρεσία των πιο προχωρημένων και υψηλών ιδανικών της ανθρωπότητας.

Ποιητική συλλογή ‘Στοιχεία ταυτότητος’

Στοιχεία ταυτότητος

Χρονολογία της γέννησης μου πιθανόν το 903 π.Χ. – εξίσου πιθανόν το 903 μ.Χ. Σπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη Σχολή του Αγώνα. Επάγγελμα μου: λόγια – λόγια, τι να ΄κανα; Ρακοσυλλέκτη με είπαν. Και τώντι.
Σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ΄ τα καπέλα της υπόγειας Κόρης, κουμπιά από χλαίνες στρατιωτών, ένα κράνος, δυο φθαρμένα σαντάλια, μάζεψα ακόμη δυο σπιρτόκουτα και την καπνοσακούλα του Μεγάλου Τυφλού. Στο Ληξιαρχείο, τα τελευταία χρόνια, μου έδωσαν την πλέον απίθανη χρονολογία της γέννησης μου: 1909.
Βολεύτηκα μ΄ αυτήν, και μένω. Τέλος, το 3909 κάθισα στο σκαμνί μου να καπνίσω ένα τσιγάρο. Τότε κατάφτασαν οι κόλακες, με προσκυνούσαν, μου περνούσαν στα δάχτυλα λαμπρά δακτυλίδια. Οι ανίδεοι δεν ήξεραν πως τα ΄χα φτιάξει εγώ με τ΄ άδεια τους φυσίγγια που ΄χαν μείνει στους λόφους.
Γι΄ αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια, τους αντάμειψα πλούσια με αληθινά πετράδια και διπλάσιες κολακείες. Πάντως το μόνο σίγουρο: τόπος της γέννησης μου: η  Άκρα Μινώα.

Καρλόβασι, 18.8.75

Ποιητική συλλογή ‘Μονοβασιά’

Ο βράχος. Τιποτ’ άλλο. Η αγριοσυκιά κι η σιδερόπετρα.
Πάνοπλη Θάλασσα. Καθόλου χώρος για γονυκλισία.
Έξω απ’ την πύλη του Ελκομένου πορφυρό πορφυρό μέσα στο μαύρο.
Οι γριές με τα καζάνια τους λευκαίνοντας το πιο μακρύ φαντό της ιστορίας περασμένο σε κρίκους
απ’ τις σαράντα τέσσερις βυζαντινές καμάρες.
Ο ήλιος αμείλιχτος φίλος με το δόρυ του κατάντικρυ στα τείχη
και ο θάνατος απόκληρος μέσα σ’ αυτή την τεράστια φωταψία
όπου οι νεκροί διακόπτουν κάθε τόσο τον ύπνο τους
με κανονιές και σκουριασμένους φανοστάτες, ανεβοκατεβαίνοντας
σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα.
Τα τσακμάκια τους κροτούν στην κόψη της παλάμης τους, σπιθοβολούν. Εγώ – είπε –
θ’ ανέβω πιο ψηλά, πάνω από τη μαλακή συνέχεια, πατώντας
στον τρούλο της μεγάλης υποβρύχιας εκκλησίας με τα’ αναμμένα μανουάλια.
Εγώ με το γαλάζιο κόκαλο, το κόκκινο φτερό και τα κάτασπρα δόντια.

Μονοβασιά 28.9.74