Ιστορία

Ιστορία των Βοιών

Κομμάτι της ελληνικής γης τα Βάτικα, πριν από εκατομμύρια χρόνια ήταν σκεπασμένα από θάλασσα. Η γεωλογική τους μορφή άλλαξε πολλές φορές λόγω των τρομακτικών ανακατατάξεων στα πιο βαθιά στρώματα του φλοιού της γης.

Κατά την παλαιολιθική και μεσολιθική περίοδο πρέπει να είχε κατοικηθεί ακολουθώντας την πορεία της Πελοποννήσου. Η άφθονη γραπτή κεραμική της νεολιθικής εποχής που απαντά στη νότια Πελοπόννησο, πιστοποιεί τη συνέχεια της  ύπαρξης της ζωής και στην περιοχή: σκόρπια ευρήματα, κυρίως πέτρινα τσεκούρια και  αξίνες που βρέθηκαν στα ερείπια οικισμών στα Βάτικα, φανερώνουν ότι η περιοχή κατά τη νεολιθική περίοδο, παρουσίαζε αξιόλογη ανθρώπινη δραστηριότητα. Η πρωτοελλαδική περίοδος που ακολουθεί, παρέχει περισσότερες πληροφορίες για την περιοχή, αφού είναι γνωστές κατοικημένες θέσεις, υπάρχουν αγγεία και η οικονομία βασίζεται αρχικά στη γεωργία και κτηνοτροφία.

Γύρω στα 1900 π.χ. (Μεσοελλαδική εποχή) γίνεται η μεγάλη μετανάστευση των λαών και οι Αχαιοί υποτάσσουν την Πελοπόννησο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι δημιουργήθηκαν σημαντικά κέντρα στις περιοχές του Ασωπού, του Έλους και των Βοιών. Οι κάτοικοι των Βοιών αναπτύσσουν αξιόλογη εμπορική δραστηριότητα και έρχονται σε επαφή και πυκνή επικοινωνία με τους λαούς των Κυκλάδων, της Κρήτης, της νησιώτικης και ηπειρωτικής Ελλάδος. Κατά την Μυκηναϊκή υστεροελλαδική περίοδο (1600-1100 π. Χ) τρεις πόλεις ακμάζουν στην περιοχή και αποτελούν την «Λακωνική Τρίπολη»: είναι η Σίδη που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν μιας ομώνυμης κόρης του Δαναού ή του Ζάρακα, βασιλιά της Καρύστου Ευβοίας που βρήκε καταφύγιο στη περιοχή του Μαλέα κυνηγημένη από τη θεά Ήρα . Η αρχαία Σίδη κατά μία εκδοχή εντοπίζεται καταβυθισμένη στην περιοχή όπου βρίσκεται το βυζαντινό εκκλησάκι Αγ. Γεώργιος των Βελανιδίων. Εκεί έχουν σημειωθεί μεγάλες κατακρημνίσεις της ακτής και ο βυθός είναι διάσπαρτος με όστρακα. Κατά μία άλλη εντοπίζεται βορειότερα στα Βελανίδια ενώ υπάρχουν και λιγότερο πιθανές εκδοχές που την τοποθετούν στο Παυλοπέτρι ή ακόμα και στο Πόρτο Κάγιο στο Ταίναρο

Η Ήτις είναι μία από τις δύο πόλεις που έχτισε ο Αινείας όταν μετά την άλωση της Τροίας, στο ταξίδι του προς την Ιταλία, αναγκάστηκε να καταφύγει στον όρμο των Βοιών. Ο Curtius αναφέρει ότι ευρίσκεται νότια της Νεάπολης, στην περιοχή «Παλαιόκαστρο».

Η Αφροδισιάς κτίστηκε από τον Αινεία ή από αποίκους των Κυθήρων και η θέση τοποθετείται στο χωριό Δαιμονιά ή βόρεια του χωριού Αγ. Γεώργιος όπου εντοπίζονται τα ερείπια οχυρωματικής θέσης και άλλων κατασκευών. Μεταξύ 1050 και 950 π.χ. ο Ηρακλείδης Βοίας, εκτιμώντας τη στρατηγική και ναυτοοικονομική σπουδαιότητα της περιοχής αποφάσισε την ίδρυση μια πόλης -κράτος και υποχρέωσε τους κατοίκους των τριών πόλεων να χτίσουν μια νέα και σύγχρονη πόλη επικαλούμενος τη θεά Άρτεμη να υποδείξει τη θέση. Η θεά έστειλε έναν λαγό που τρύπωσε σε μια μυρτιά κι έχτισαν τη νέα πόλη, που ονομάστηκε ΒΟΙΑΙ. Στα χρόνια του Παυσανία (174 μ.Χ.) οι κάτοικοι λάτρευαν ακόμα τη μυρτιά και τη θεά Άρτεμη -Σώτειρα.

Τον 6ο π.Χ. αιώνα η Σπάρτη επιβλήθηκε στις πόλεις της Λακωνίας, ενώ η περιοχή των Βοιών γίνεται ορμητήριο των εκάστοτε εχθρών της. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου η περιοχή δέχεται επιδρομές και λεηλασίες από Αθηναίους, γεγονός που αναγκάζει τους κατοίκους να υψώσουν τείχη υψηλά. Αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Τίτος Φλαμίνιος ανακηρύσσει ελεύθερες τις παράλιες πόλεις της Λακωνίας και σχηματίζεται τότε το «Κοινό των Λακεδαιμονίων» που αργότερα την εποχή του Αυγούστου θα ονομαστεί το «Κοινό των Ελευθερολακώνων». Στα χρόνια αυτά η περιοχή των Βοιών εμφανίζει αξιόλογη οικονομική δραστηριότητα και ζωή. Είναι σημαντικό εμπορικό λιμάνι και αξιόλογο κέντρο, ενώ κόβονται νομίσματα με την επιγραφή ‘’ΒΟΙΑΤΩΝ’’. Το ενδιαφέρον των κατοίκων εκτός του εμπορίου στρέφεται στην καλλιέργεια της γης, την αλιεία και την ναυτιλία.

Στην διάρκεια των μέσων χρόνων, οι Βοιαί είναι ένα ασήμαντο χωριό που καταστράφηκε ολοσχερώς το 375 μ.Χ. από τον τρομακτικό σεισμό και τμήμα της πόλης βυθίστηκε στη θάλασσα. Παρουσιάζονται διάφοροι οικισμοί ασήμαντοι γνωστοί σαν Βάτικα (από τη λέξη ΒΟΙΑΤΙΚΑ) που βρίσκονται κάτω από την άμεση απειλή και ληστρική βουλιμία των πειρατών. Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, έντονα εθνική και πολυπρόσωπη υπήρξε η δράση ονομαστών κλεφτών. Παράλληλα οι Βατικιώτες μέσα από τους κόλπους της Φιλικής Εταιρείας αγωνίστηκαν για μια ελεύθερη και ανεξάρτητη πατρίδα. Στην περίοδο του μεγάλου ξεσηκωμού πολλοί Βατικιώτες ξεχωρίζουν για την ανδρεία τους ή επανδρώνουν το ναυτικό. Το 1836 η περιοχή χωρίζεται σε δύο υποδήμους: του ‘Βοιού’ με πρωτεύουσα το Λάχι και του ‘Μαλεού’ με πρωτεύουσα το Φαρακλό. Το 1840 οι δύο υποδήμοι συγχωνεύονται σε ένα, τον Δήμο Βοιών με πρωτεύουσα την Πεζούλα. Το 1845 ο οικισμός μετονομάστηκε σε Νεάπολη, πρωτεύουσα του ενιαίου Δήμου Βοιών με τα χωριά Φαρακλό, Μεσοχώρι, Καστανιές, Βελανίδια, Άγιος Νικόλαος, Λάχι και Ελαφόνησος.

Μύθοι και θρύλοι

Μύθοι και θρύλοι των Βατίκων

Είναι αναρίθμητοι οι μύθοι και οι θρύλοι που συνδέονται με την ευρύτερη περιοχή των Βατίκων και ιδίως με το Ακρωτήρι Μαλέα, γνωστό και ως Κάβο-Μαλιάς. Οι κάτοικοι της περιοχής μετέδωσαν αυτούς τους μύθους μέσα από τις αφηγήσεις τους από γενιά σε γενιά, δημιουργώντας έτσι μια πλουσιότατη προφορική παράδοση αιώνων.

Αγία Ειρήνη
Όπως επισημαίνει ο ερευνητής Δρ. Ελευθέριος Αλεξάκης, «ο τόπος παίρνει τη μορφή ενός μυθολογικού κειμένου που συνδέεται άμεσα και έμμεσα με τη συλλογική μνήμη και το φαντασιακό» (2011). Χαρακτηριστική είναι η παράδοση σχετικά με τη δημιουργία της Μονής Αγίας Ειρήνης , όπως την αφηγείται ένας κάτοικος του χωριού Βελανίδια:

Κάποτε, τα παλιά τα χρόνια έφευγε ένα καράβι από τον Περαία, για να πάει στη Μάνη. Τότε πλησίασε τον καπετάνιο και τους ναύτες μια νέα αλλά τυφλή κοπέλα και τους παρακάλεσε να την πάρουν μαζί τους, όπου και αν πηγαίνανε. Στην αρχή ο καπετάνιος αρνήθηκε μετά όμως από πολλά παρακάλια της κοπέλας…, δέχτηκε να την πάρουν μαζί τους και να την βγάλουν όπου τους έρτει βολικά. Όταν φτάσανε στα ακρογιάλια του Κάβο-Μαλιά, αποφασίσανε να τη βγάλουνε εκεί… Δώκανε λοιπόν στην κοπέλα ψωμί, ελιές και νερό, της ευχηθήκανε «καλή τύχη» και την αφήσανε εκεί [κοντά σε μια σπηλιά]… Τα τρόφιμα και το νέρο σωθήκανε… Βρήκε όμως νερό στη σπηλιά και ήπιε και πλύθηκε και τότε άρχισε να βλέπει… Ξαφνικά βλέπει πάνω σε έναν απότομο βράχο, ψηλά στο βουνό, να κάθεται μια όμορφη κοπέλα που έλαμπε από θεϊκή λάμψη και να τη χαιρετά… Αυθόρμητα τότε της φωνάζει: «Ποια είσαι σύ; Έλα κοντά μου, γιατί φοβούμαι μοναχή μου». Τότε η κοπέλα της απαντά: «Είμαι η Αγία Ειρήνη. Εγώ σε έκαμα καλά και εδώ πέρα είναι το σπίτι μου. Μη φοβάσαι, γιατί εγώ θα σε βοηθώ πάντα.» Αφού είπε τα λόγια αυτά αμέσως η Αγία εξαφανίστηκε. Συγκινημένη η κοπέλα έτρεξε αμέσως ψηλά, για να βρει το μοναστήρι της Αγίας… Όμως δεν βρήκε τίποτα. Κατάλαβε τότε ότι εκεί κοντά θα βρισκόταν θαμμένη η εικόνα της… [Η κοπέλα αργότερα] παντρεύτηκε έναν άρχοντα και του είπε όλη της την ιστορία… Του είπε ότι το μόνο που θα ζητούσε και θα ήθελε [απ’ αυτόν] ήταν να πάνε στον Κάβο-Μαλιά, στο μέρος εκείνο όπου είδε την Αγία, να ψάξουν να βρουν οπωσδήποτε την εικόνα της και να χτίσουν εκεί το μοναστήρι της. Ο άρχοντας δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Αμέσως πήρε πολλούς εργάτες και πήγαν. Σκάψανε αρκετά και μετά από μερικές μέρες βρήκανε πράγματι την εικόνα της Αγίας και έτσι χτίσανε το μοναστήρι που σώζεται μέχρι σήμερα.

Πηγή: Σταυριανός 1968, 52-55, πληρ. Ανάργυρος Π. Κούνουπας, Βελανίδια

Σαρίγκαλη
Πολλοί μύθοι σχετίζονται με τους πειρατές, οι οποίοι για πολλούς αιώνες τρομοκρατούσαν με τις επιδρομές τους τόσο τους κατοίκους του Καβομαλιά όσο και τα διερχόμενα από την περιοχή πλοία. Σχεδόν για κάθε σημείο της χερσονήσου υπάρχει και μια αφήγηση όπως συμβαίνει με την τοποθεσία Σαρίγκαλη:

Ένα μέρος στον Κάβο-Μαλιά λέγεται Σαρίγκαλης. Το όνομα αυτό έμεινε από τον αρχικουρσάρο Σαρίγκαλη, που είχε τα λημέρια του πάνω στα απόκρημνα βουνά του κάβου. Την εποχή που ήταν τα πειρατικά και τα κουρσάρικα, ο Σαρίγκαλης εγκαταστάθηκε στα ψηλά και απότομα βράχια του Κάβο-Μαλιά και από ‘κεί λήστευε, μαζί με τους συντρόφους του, όλα τα καράβια που θα τολμούσαν να περάσουν απ’ αυτόν τον κάβο. Πάνω στο βουνό είχε τα παλάγκια [τροχαλίες] και τους γάντζους του και σ’ αυτά κρεμούσε τις βάρκες του… Κάποτε όμως ο Σαρίγκαλης αρρώστησε βαριά και τότε έστειλε τον υπαρχηγό του μαζί με το τσούρμο, για να κουρσέψουν το καράβι που περνούσε, ενώ εκείνος παρακολουθούσε από ψηλά τη μάχη, Για μια στιγμή βλέπει το καράβι να φεύγει και τις βάρκες του να βυθίζονται. Όλα τελειώσανε για τον Σαρίγκαλη. Έτσι απελπισμένος όπως ήταν απ’ αυτή την καταστροφή πέφτει από το βουνό και πνίγεται στη θάλασσα… Σήμερα σώζονται τα παλάγκια και τα ράουλα [ροδέλες] που είχε βάλει στους βράχους ο Σαρίγκαλης, για να δένει τις βάρκες του.

Πηγή: Σταυριανός 1968, 51, πληρ. Ιωάννης Α. Καραντζής, Βελανίδια

Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους θρύλους και μύθους του Καβομαλιά περιλαμβάνει η εξής εργασία του Δρα. Α. Αλεξάκη:
Αλεξάκης, Ελευθέριος (2011). Λαϊκές παραδόσεις και τοπίο στον Καβομαλιά: Μια ανθρωπολογική προσέγγιση. Διεθνές Συμπόσιο Πολιτιστικής & Περιβαλλοντικής Κληρονομιάς και Τοπίου «Καβομαλιάς: Από το Ομηρικό στο Σύγχρονο Τοπίο». 30 Απριλίου – 1 Mαΐου 2011. Μονεμβασιά Λακωνίας

 

Οι Μαρμαροφρυγάδες στον Μαραθιά (Ελίκα)

Ήταν η εποχή που οι βασιλείς δε μπορούσαν να επιβληθούν. Ήταν η εποχή που το αρχιπέλαγος φλεγόταν. Ήταν η εποχή που όλοι έτρεμαν στο άκουσμά τους… Ήταν η εποχή των πειρατών… Τούρκοι, Βορειοαφρικανοί από τη Μπαρμπαριά, το Τούνεζι και το Αλγέρι ξεμπάρκαραν στα παράλια της Πελοποννήσου και έσπερναν τον πανικό.
Σ’ αυτή λοιπόν την εποχή είχε την απαρχή του κι ο δικός μας μύθος.
Ήταν ένα σούρουπο του καλοκαιριού όταν από μακριά άρχισαν να αχνοφαίνονται τα κατάρτια κι οι σημαίες των πειρατικών φρεγάδων. Νάτοι, έρχονταν πάλι να λεηλατήσουν τον τόπο μας. Πλησίαζαν αργά αλλά σταθερά, για να μη γίνουν αντιληπτοί. Αλλά στους δυο πύργους της Ελίκας, οι φρουροί του χωριού παρατηρούσαν προσεκτικά την πορεία τους. Οι φρεγάδες όλο και πλησίαζαν, ώσπου φάνηκε ολοκάθαρα η σημαία τους. Ήταν πειρατές!!! Δεν υπήρχε πια καμία αμφιβολία!
Οι φρουροί γεμάτοι αγωνία άρχιζαν να στέλνουν σινιάλο ο ένας στον άλλον ώστε να ειδοποιήσουν τους κατοίκους της περιοχής για να προλάβουν να κρυφτούν. Μόλις οι κάτοικοι αντιλήφθηκαν τα σινιάλα, πανικόβλητοι άρχισαν να τρέχουν δεξιά κι αριστερά. Ήταν αποκαμωμένοι πια από τις τόσες επιδρομές των πειρατών κι απογοητευμένοι γιατί κανείς δε μπορούσε να τους βοηθήσει. Και τότε έστρεψαν το βλέμμα τους στο μικρό ξωκλήσι του Άι- Γιώργη. Γονάτισαν και με μια μικρή ελπίδα στην καρδιά τους προσευχήθηκαν και του ζήτησαν βοήθεια!
Αν οι φρεγάδες που διέσχιζαν αυτή τη στιγμή τα νερά τους ήταν ελληνικές με το καλό να όριζαν στον τόπο τους! Αν όμως ήταν πειρατικές κι έρχονταν πάλι να λεηλατήσουν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους τότε ας έκανε το θαύμα του ο Άι- Γιώργης και ας τις μαρμάρωνε εδώ για πάντα!!
Μα να ! Σαν από θαύμα πυρκαγιά ξέσπασε σ’ ένα απ’ τα καράβια και οι φρεγάδες με μιας μαρμάρωσαν. Οι κάτοικοι της Ελίκας σώθηκαν! Τα πλοία μεταμορφώθηκαν στις βραχονησίδες που στέκουν ακόμα και σήμερα μπροστά από την παραλία του Μαραθιά.
Κι έτσι από τότε και για πάντα, οι πειρατικές αυτές φρεγάδες θα στέκουν εκεί να τις χτυπούν τα κύματα και να μας θυμίζουν την πολύτιμη βοήθεια που έδωσε ο Άγιος στους κατοίκους αυτού εδώ του τόπου.